- καϋτονίδες
- Οικογένεια φανερόγαμων φυτών, τα οποία έζησαν κατά τον μεσοζωικό αιώνα, κυρίως στις λιμνοθάλασσες και στις βαλτώδεις παραλίες· ταξινομούνται στα προσπερματόφυτα. Τα πρώτα τους απολιθώματα βρέθηκαν στα στρώματα του μέσου ιουρασικού του Γιορκσάιρ (Αγγλία) από τον παλαιοντολόγο Τόμας, ο οποίος χαρακτήρισε τα φυτά αυτά αρχέγονα αγγειόσπερμα. Είχαν φύλλα με 4 φυλλάρια, με κεντρικές και πλάγιες νευρώσεις, δίκλινα άνθη, γυμνά, χωρίς περιάνθιο, καρπούς με τη μορφή ράγας, που περιείχε περισσότερα του ενός ωάρια, χωρίς ωστόσο να σχηματίζονται σπέρματα. Οι αρσενικές ταξιανθίες ήταν μικροσποριόφυλλα, πάνω στις οποίες βρίσκονταν τετράλοβοι ανθήρες με κόκκους γύρης. Οι κ. περιλάμβαναν τα γένη καϋτονία και σαγηνοπτέρις, τα οποία, κατά τον ιουρασικό, ήταν διαδεδομένα σχεδόν σε όλο τον κόσμο.
Dictionary of Greek. 2013.